- ἶερόφωνος
- ἶερό-φωνος, mit heiliger Stimme
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιερόφωνος — ἱερόφωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ιερή φωνή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱερόφωνος ο ιερέας που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο υποφήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, καλλί φωνος] … Dictionary of Greek
ἱεροφωνοτάτου — ἱερόφωνος with sacred voice masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροφώνων — ἱερόφωνος with sacred voice masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερόφωνοι — ἱερόφωνος with sacred voice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek